- θρόνος
- Υψηλό κάθισμα με βραχίονες, ερεισίνωτο και υποπόδιο· μεταφορικά, το αξίωμα των βασιλιάδων και των αρχιερέων, καθώς και η εξουσία ή και η περιφέρεια στην οποία ασκείται η εξουσία επισκόπου.
Από τους αρχαίους χρόνους ο θ. αποτελούσε τιμητικό κάθισμα για θεούς, βασιλιάδες και άλλους αξιωματούχους. Ο πιο αρχαίος γνωστός θ. ήταν του Μίνωα, που βρίσκεται στην αίθουσα ακροάσεων στο ανάκτορο της Κνωσού. Είναι κατασκευασμένος από γυψόλιθο και στηρίζεται σε χαμηλό πλίνθινο βάθρο, που χρησιμεύει ως υποπόδιο. Οι θ. των φαραώ της Αιγύπτου ήταν ξύλινοι και καλυμμένοι με φύλλα χρυσού. Ο θ. του Απόλλωνα στις Αμύκλες ήταν μνημείο με πολλά ανάγλυφα, ενώ εκείνος του Δία στην Ολυμπία, έργο του Φειδία, ήταν κατασκευασμένος από έβενο, ελεφαντόδοντο και χρυσάφι. Το ύψος του έφτανε τα 12 μ. Οι θ. του Βυζαντίου ήταν ξύλινοι και στολισμένοι με έκθετα κοσμήματα. Στους νεότερους χρόνους οι θ. ήταν αρχικά μαρμάρινοι και έπειτα ξύλινοι, όπως εκείνος του βασιλιά της Αγγλίας στο μοναστήρι του Γουεστμίνστερ. Ονομαστοί είναι οι θ. των καθεδρικών ναών της Ουλμ και της Αμιέν.
επισκοπικός δεσποτικός θ. καθέδρα. Κάθισμα, το οποίο, στους χριστιανικούς ναούς προορίζεται για τον πρώτο μεταξύ των επισκόπων. Η αρχική θέση του επισκοπικού θ. στο βάθος της αψίδας του ιερού, πίσω από την Αγία Τράπεζα, προέρχεται από την ανάλογη θέση της έδρας του Ρωμαίου δικαστή στην αψίδα των βασιλικών, ενώ η μορφή του επισκοπικού θ. ανάγεται στους αρχαίους ελληνικούς λίθινους ή ξύλινους θ. των ιερέων.
Οι επισκοπικοί θ. της παλαιοχριστιανικής περιόδου, από τους οποίους πολλοί έχουν περισωθεί ή εικονίζονται σε τοιχογραφίες και ψηφιδωτά (παραστάσεις του ένθρονου Χριστού ή της ετοιμασίας του θ.), ήταν συνήθως μαρμάρινοι, με πολύ απλό σχήμα, με ψηλό ερεισίνωτο και ανάγλυφη διακόσμηση ή ξύλινοι, στολισμένοι με πολύτιμα υλικά (ελεφαντόδοντο, αργυρά ελάσματα κ.ά.). Αργότερα απέκτησαν στέγη σε μορφή κιβωρίου.
Μεταγενέστερα o επισκοπικός θ. άλλαξε θέση και στην Ανατολική Εκκλησία και τοποθετήθηκε στον κυρίως ναό, στην πλευρά του δεξιού χορού, ενώ στη Δυτική ήταν στη δεξιά πλευρά του θυσιαστηρίου. Ουσιαστικά, το σχήμα του παρέμεινε αναλλοίωτο, ενώ η διακόσμηση ακολούθησε την εξέλιξη των ρυθμών της τέχνης. Πολλοί επισκοπικοί θ. έχουν πλούσιες ένθετες διακοσμήσεις, άλλοι έχουν ερεισίνωτο κυρτό και σκαλιστούς βραχίονες, ενώ σε άλλους το ερεισίνωτο καταλήγει σε ένα είδος δίσκου. Στις γοτθικές εκκλησίες, αν και ο επισκοπικός θ. ήταν τοποθετημένος ανάμεσα στα στασίδια του χορού, διακρίνεται για το ύψος και την πλούσια διακόσμησή του. Από τους γνωστότερους επισκοπικούς θ. είναι η καθέδρα του Μαξιμιανού στη Ραβένα (6ος αι., στολισμένη με ανάγλυφες ελεφάντινες πλάκες), του ναού του Τορτσέλο στη Βενετία, του πάπα Γρηγορίου του Μεγάλου στη Ρώμη, του Αγίου Μάρκου στη Βενετία και του χορού του Αγίου Φραγκίσκου στην Ασίζη.
. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 83 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αμαρίου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στις βορειοδυτικές απολήξεις της Ίδης, 33 χλμ. ΝΑ του Ρεθύμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Συβρίτου.
Μαρμάρινος θρόνος του πάπα Γρηγορίου του Μεγάλου στην εκκλησία του ομώνυμου αγίου της Ρώμης.
Θρόνος του 18ου αι. σε μουσείο της Κούβας, που χρονολογείται από την εποχή της ισπανικής κατάκτησης του νησιού (φωτ. ΑΠΕ).
Αντίγραφο κινεζικού αυτοκρατορικού θρόνου, διακοσμημένου με πολύτιμους λίθους, που εκτίθεται σε ξενοδοχείο του Πεκίνου (φωτ. ΑΠΕ).
* * *(I)ο (ΑΜ θρόνος)1. πολυτελές κάθισμα με βραχίονες, με υποπόδιο και με ερεισίνωτο, για ανώτατους άρχοντες, βασιλείς, ηγεμόνες, εκκλησιαστικούς ή άλλους αξιωματούχους (α. «ο θρόνος τού Διός» β. «βασιλικός θρόνος» γ. «πατριαρχικός θρόνος»)2. μτφ. α) η βασιλεία, η ηγεμονία, η δυναστείαβ) ο βασιλιάς, ο ηγεμόνας («διάγγελμα τού θρόνου»)γ) το αξίωμα και η περιφέρεια πατριάρχη ή επισκόπου3. (αλληγορικά) η βασιλεία τού θεού στον κόσμο4. στον πληθ. οἱ θρόνοιεκκλ. τάξη αγγέλων που ανήκουν μετά τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ στην πρώτη ιεραρχίαμσν.1. έδρα τής βασιλικής ή τής εκκλησιαστικής εξουσίας, πρωτεύουσα2. βασίλειο, κράτος3. ονομασία ρόμβουαρχ.1. το μαντικό κάθισμα τού Απόλλωνος ή τής Πυθίας2. έδρα δασκάλου3. (εκκλ. για τον Σατανά) κυριαρχία, κράτος4. άνοδος αστέρα στον ορίζοντα5. ευοίνωνος συνδυασμός πλανητικών θέσεων5. ονομασία είδους ψωμιού.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θρόνος εμφανίζει το ίδιο επίθημα -όνος με τα κλ-όνος, χρ-όνος κ.ά. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *dher- «υποβαστάζω, φέρω», που απαντά στον αρχ. ινδ. παρακμ. dadhāra (ελλ. *τέθορα). Πρβλ. επίσης και εν-θρ-είνφυλάσσειν (Ησύχ.). Η λ. θρόνος στον Όμηρο σήμαινε «ψηλό κάθισμα πλούσια διακοσμημένο» που προοριζόταν για τους θεούς ή τους άρχοντες (έτσι χρησιμοποιήθηκε ως δάνειο και σε ορισμένες νεώτερες ευρωπ. γλώσσες, πρβλ. αγγλ. throne, γαλλ. trone). Τη σημ. αυτή διατήρησε μέχρι σήμερα, ενώ η υποκοριστική σημ. τής λ. αποδίδεται στην Αρχαία με τη λ. θρανίον, η οποία όμως βαθμηδόν αποσυνδέθηκε από το θρόνος και προσέλαβε στη Νέα Ελληνική τη σημ. του απλού καθίσματος και την ειδικότερη τού καθίσματος τών μαθητών.ΠΑΡ. θρονίζωαρχ.θρόνιον, θρονούμαιμσν.- νεοελλ.θρονί(ον), θρονιάζω, θρονίς.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. θρονοποιός. (Β' συνθετικό) ομόθρονος, πρωτόθρονος, σύνθρονοςαρχ.αγλαόθρονος, αργυρόθρονος, αρχίθρονος, δίθρονος, εύθρονος, λιπαρόθρονος, ποικιλόθρονος, τρίθρονος, υψίθρονος, χρυσόθρονος].————————(II)θρόνος, τὸ (Μ)(φρ)«τοῡ οὐρανοῡ τὰ θρόνη» — ο παράδεισος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θρόνος, ο, με αλλαγή γένους].
Dictionary of Greek. 2013.